στακτοῖς

στακτοῖς
στακτός
oozing out in drops
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στακτός — ή, όν, ΝΜΑ [στάζω] νεοελλ. φρ. «στακτό κόμμι» χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό μσν. αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”